διαγελώ

διαγελώ
(AM διαγελῶ, -άω)
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω
2. υπομειδιώ, χαμογελώ
(αρχ.-μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει
αρχ.
1. (για καιρό) είμαι αίθριος
2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαγελῶ — διαγελάω laugh at pres imperat mp 2nd sg διαγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαγελάω laugh at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαγελάω laugh at pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”